προσκείμενος

προσκείμενος
adjacent

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσκείμενος — πρόσκειμαι to be placed perf part mp masc nom sg πρόσκειμαι to be placed pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • συντιτρώσκω — Α 1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία 2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.) 3. παθ. συντιτρώσκομαι τραυματίζομαι συγχρόνως με… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ πρόσκειμενος, παρών adjacens, praesens Մերձակայ. հպաւոր. եւ Առաջիկայ, ներկայ. *Օրինակ առընթերակայից լինէր. Ագաթ.: Կորիւն.: *Սկսաւ լուանալ ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ πρόσκειμενος, παρών adjacens, praesens Մերձակայ. հպաւոր. եւ Առաջիկայ, ներկայ. *Օրինակ առընթերակայից լինէր. Ագաթ.: Կորիւն.: *Սկսաւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”